- κονδυλούμαι
- κονδυλοῡμαι, -όομαι (Α) [κόνδυλος]εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek